- ολυνθιακός
- -ή, -ό (Α ὀλυνθιακός, -ή, -όν) [Όλυνθος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όλυνθο, την περίφημη αποικία τών Αθηναίων στη Χαλκιδική2. φρ. «Ολυνθιακοί λόγοι» — τρεις δημηγορίες που εκφωνήθηκαν στην Αθήνα από τον Δημοσθένη το 349-348 π.Χ. και αναφέρονταν στην πολιορκία τής Ολύνθου από τον Φίλιππο, δημηγορίες με τις οποίες προσπαθούσε ο ρήτορας να πείσει τους συμπολίτες του να σώσουν την πόλη.
Dictionary of Greek. 2013.